- σεμνώματος
- σέμνωμαdignityneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίαπτος — η, ο / περίαπτος, ον, ΝΜΑ [περιάπτω] 1. αυτός που έχει αναρτηθεί ολόγυρα («οὐ δέονται περιάπτου σεμνώματος», Ευστ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το περίαπτο(ν) καθετί που κρεμιέται από το σώμα για αποτροπή τού κακού, το περίαμμα, το φυλαχτό αρχ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek